βιοκάρβουνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.oˈkaɾ.vu.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐κάρ‐βου‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοκάρβουνο ουδέτερο
- (νεολογισμός) είδος άνθρακα που χρησιμοποιείται ως λίπασμα για το χώμα
- ※ Επιπλέον, το βιοκάρβουνο έχει ακόμα ένα πλεονέκτημα: Δρα ως λίπασμα με εντυπωσιακά αποτελέσματα στην ανάπτυξη των φυτών. (Βιοκάρβουνο: Το καλύτερο λίπασμα, skai.gr, 16 Μαρτίου 2009)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)