βιολιστών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βιολιστών
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του βιολίστας (που παίζει βιόλα)
- (θηλυκό) γενική πληθυντικού του βιολίστα (που παίζει βιόλα)
- (αρσενικό) γενική πληθυντικού του βιολιστής (που παίζει βιολί)