βιολιστών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βιολιστών

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του βιολίστας (που παίζει βιόλα)
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του βιολίστα (που παίζει βιόλα)
  3. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του βιολιστής (που παίζει βιολί)