Μετάβαση στο περιεχόμενο

βιολογικός καθαρισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιολογικός καθαρισμός οι βιολογικοί καθαρισμοί
      γενική του βιολογικού καθαρισμού των βιολογικών καθαρισμών
    αιτιατική τον βιολογικό καθαρισμό τους βιολογικούς καθαρισμούς
     κλητική βιολογικέ καθαρισμέ βιολογικοί καθαρισμοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιολογικός καθαρισμός <  δείτε τις λέξεις βιολογικός και καθαρισμός Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.o.lo.ʝiˈkos ka.θa.ɾiˈzmos/

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

βιολογικός καθαρισμός αρσενικό

  • εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται επεξεργασία αστικών λυμάτων πριν την απόρριψη τους σε θάλασσα ή ποτάμι
      Σύμφωνα με την τελευταία επικαιροποίηση του σχεδίου (Νοέμβριος 2020), το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Αττική παραμένει η απουσία αποχέτευσης και βιολογικού καθαρισμού στη Ραφήνα, στην Αρτέμιδα και στη Νέα Μάκρη. Επίσης, το Μαρκόπουλο διαθέτει βιολογικό καθαρισμό, αλλά μόνο η μισή περιοχή καλύπτεται από αποχετευτικό δίκτυο. Τα Μέγαρα διαθέτουν δίκτυο αποχέτευσης, όμως ο βιολογικός τους καθαρισμός λειτουργεί πλημμελώς.
    Γιώργος Λιάλιος, Αργήσαμε και τρέχουμε για βιολογικούς καθαρισμούς, Η Καθημερινή, 9 Φεβρουαρίου 2021
      Κανονικά λειτουργεί πλέον ο βιολογικός καθαρισμός στη Χανιώτη μετά την πλήρη αποκατάσταση του προβλήματος που προκλήθηκε όταν μια αντλία τέθηκε εκτός λειτουργίας, αναφέρει σε ανακοίνωση ο δήμος Κασσάνδρας.
    Χαλκιδική: Αποκαταστάθηκε το πρόβλημα με τον βιολογικό καθαρισμό στη Χανιώτη, voria.gr, 18 Αυγούστου 2021

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]