βιολοντσελίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιολοντσελίστρια οι βιολοντσελίστριες
      γενική της βιολοντσελίστριας των βιολοντσελιστριών
    αιτιατική τη βιολοντσελίστρια τις βιολοντσελίστριες
     κλητική βιολοντσελίστρια βιολοντσελίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιολοντσελίστρια < βιολοντσελίστας + -τρια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vʝo.lon.t͡seˈli.stɾi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιολοντσελίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βιολοντσελίστας