βιομόριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιομόριο τα βιομόρια
      γενική του βιομόριου
βιομορίου
των βιομόριων
βιομορίων
    αιτιατική το βιομόριο τα βιομόρια
     κλητική βιομόριο βιομόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιομόριο < βιο- + μόριο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomolecule)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιομόριο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]