βιονικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιονικός η βιονική το βιονικό
      γενική του βιονικού της βιονικής του βιονικού
    αιτιατική τον βιονικό τη βιονική το βιονικό
     κλητική βιονικέ βιονική βιονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιονικοί οι βιονικές τα βιονικά
      γενική των βιονικών των βιονικών των βιονικών
    αιτιατική τους βιονικούς τις βιονικές τα βιονικά
     κλητική βιονικοί βιονικές βιονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιονικός < αγγλική bionic

Επίθετο[επεξεργασία]

βιονικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]