Μετάβαση στο περιεχόμενο

βιος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: βίος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βιος
      γενική
    αιτιατική το βιος
     κλητική
όπως «ελλειπτικά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τό βίος < αρχαία ελληνική βίος [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvʝos/ (με συνίζηση, μία συλλαβή)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιος ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]