βιοτεχνολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βιοτεχνολογικός η βιοτεχνολογική το βιοτεχνολογικό
      γενική του βιοτεχνολογικού της βιοτεχνολογικής του βιοτεχνολογικού
    αιτιατική τον βιοτεχνολογικό τη βιοτεχνολογική το βιοτεχνολογικό
     κλητική βιοτεχνολογικέ βιοτεχνολογική βιοτεχνολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βιοτεχνολογικοί οι βιοτεχνολογικές τα βιοτεχνολογικά
      γενική των βιοτεχνολογικών των βιοτεχνολογικών των βιοτεχνολογικών
    αιτιατική τους βιοτεχνολογικούς τις βιοτεχνολογικές τα βιοτεχνολογικά
     κλητική βιοτεχνολογικοί βιοτεχνολογικές βιοτεχνολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοτεχνολογικός < βιοτεχνολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βιοτεχνολογικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]