βιοτεχνολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοτεχνολόγος < βιο- + τεχνολόγος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biotechnologist
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοτεχνολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που ασχολείται (επαγγελματικά) με τη βιοτεχνολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοτεχνολόγος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)