βιοφαρμακευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοφαρμακευτικός < βιο- + φαρμακευτικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική biopharmaceutical
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.o.faɾ.ma.ce.ftiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ο‐φαρ‐μα‐κευ‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
βιοφαρμακευτικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός, φαρμακευτική) που αφορά φάρμακα ή φαρμακευτικά σκευάσματα που παράγονται με τη χρήση βιοτεχνολογίας
- ※ Η σύσκεψη είχε ως αντικείμενο τη δημιουργία ενός οδικού χάρτη με υλοποιήσιμες προτάσεις για την ανάπτυξη ενός ισχυρού και ανταγωνιστικού βιοφαρμακευτικού κλάδου στην Ελλάδα, που συγκαταλέγεται στους κλάδους του 21ου αιώνα και προσφέρει τεράστια πρόσθετη αξία. (Κυρ. Μητσοτάκης: Βιοφαρμακευτική καινοτομία με στόχο την ανάπτυξη, Η Καθημερινή, 13 Δεκεμβρίου 2020)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοφαρμακευτικός
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Φαρμακευτική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)