βιοφωσφορισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βιοφωσφορισμός < βιο- + φωσφορισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bioluminescence)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιοφωσφορισμός αρσενικό
- (βιολογία, χημεία) η εκπομπή φωτός από ζώντες οργανισμούς, η λάμψη που προκαλείται από βιοχημική αντίδραση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βιοφωσφορισμός
|