βιοχρονολογήσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βιοχρονολογήσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του βιοχρονολόγηση
- εναλλακτικά: βιοχρονολόγησης
βιοχρονολογήσεως θηλυκό