βιοψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοψία οι βιοψίες
      γενική της βιοψίας των βιοψιών
    αιτιατική τη βιοψία τις βιοψίες
     κλητική βιοψία βιοψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοψία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική biopsie < αρχαία ελληνική βίος + ὄψις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.oˈpsi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοψία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]