βιταλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιταλιστικός < βιταλισ(μός) + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.ta.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐τα‐λι‐στι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
βιταλιστικός -ή -ό
- που έχει σχέση με τον βιταλισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βιταλισμός
- → δείτε τη λέξη vis
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιταλιστικός