βιταμίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιταμίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική vitamina (βιταμίνη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιταμίνα θηλυκό
- (προφορικό) άλλη μορφή του βιταμίνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιταμίνα
|