βιτζιρέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιτζιρέλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιτζιρέλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) περιστρεφόμενο εργαλείο που χρησιμοποιείται με το χέρι ή ηλεκτρικά για να ασκήσει τάση σε σκοινί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιτζιρέλο
|