βιτσίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιτσίζω < βίτσα + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

βιτσίζω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]