βιχουέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιχουέλα οι βιχουέλες
      γενική της βιχουέλας
    αιτιατική τη βιχουέλα τις βιχουέλες
     κλητική βιχουέλα βιχουέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βιχουέλα από την Παμπλόνα της Ισπανίας

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιχουέλα < (άμεσο δάνειο) ισπανική vihuela

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιχουέλα θηλυκό

  1. (μουσικό όργανο) είδος εξάχορδης κιθάρας στην Ισπανία του 15ου και 16ου αιώνα
  2. (μουσικό όργανο) είδος πεντάχορδης κιθάρας στο Μεξικό του 19ου αιώνα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]