βιχουέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιχουέλα | οι | βιχουέλες |
γενική | της | βιχουέλας | — | |
αιτιατική | τη | βιχουέλα | τις | βιχουέλες |
κλητική | βιχουέλα | βιχουέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιχουέλα < (άμεσο δάνειο) ισπανική vihuela
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιχουέλα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) είδος εξάχορδης κιθάρας στην Ισπανία του 15ου και 16ου αιώνα
- (μουσικό όργανο) είδος πεντάχορδης κιθάρας στο Μεξικό του 19ου αιώνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)