βιωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vi.o.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ω‐μα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
βιωματικός -ή -ό
- που αναφέρεται στα βιώματα ή που προϋποθέτει τη βίωση κάποιων εμπειριών
- ↪ Σε ένα βιωματικό σεμινάριο οι εκπαιδευτικοί επιμορφώνονται αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τους ρόλους τους οποίους θα αναθέσουν στους μαθητές τους