βλάμης
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | βλάμης | βλάμηδες |
γενική | βλάμη | βλάμηδων |
αιτιατική | βλάμη | βλάμηδες |
κλητική | βλάμη | βλάμηδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλάμης < αλβανική vëllam
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλάμης αρσενικό (θηλυκό: βλάμισσα)
- σύντροφος, φίλος, αδελφοποιτός
- εραστής, αγαπητικός
- κουτσαβάκης, ψευτοπαλικαράς
- κουμπάρος
- προσωνυμία που δινόταν στα μέλη κατώτερου βαθμού της Φιλικής Εταιρείας