βλάξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βλαξ
επίθετο διγενές μονοκατάληκτο
ή ουσιαστικό σε επιθετική λειτουργία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βλᾱκ-
ονομαστική / βλάξ οἱ/αἱ βλᾶκες
      γενική τοῦ/τῆς βλακός τῶν βλακῶν
      δοτική τῷ/τῇ βλακῐ́ τοῖς/ταῖς βλαξῐ́(ν)
    αιτιατική τὸν/τὴν βλᾶκ τοὺς/τὰς βλᾶκᾰς
     κλητική ! βλάξ βλᾶκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βλᾶκε
γεν-δοτ τοῖν  βλακοῖν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλάξ < *μλάξ [1] πιθανόν κληρονομημένο από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή **ml̥h₂-k-s (μαλακός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *melh₂-[2]

Επίθετο

[επεξεργασία]

βλάξ, βλακός αρσενικό ή θηλυκό (βλᾱκ-)

παραθετικά

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βλάξ, βλακός αρσενικό ή θηλυκό (βλᾱκ-)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. βλάκας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. βλάξ σελ. 218 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.