βλάστημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλάστημος η βλάστημη το βλάστημο
      γενική του βλάστημου της βλάστημης του βλάστημου
    αιτιατική τον βλάστημο τη βλάστημη το βλάστημο
     κλητική βλάστημε βλάστημη βλάστημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλάστημοι οι βλάστημες τα βλάστημα
      γενική των βλάστημων των βλάστημων των βλάστημων
    αιτιατική τους βλάστημους τις βλάστημες τα βλάστημα
     κλητική βλάστημοι βλάστημες βλάστημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλάστημος < μεσαιωνική ελληνική βλάστημος[1] < αρχαία ελληνική βλάσφημος

Επίθετο[επεξεργασία]

βλάστημος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • βλάστημοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • βλάστημος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  1. βλάστημος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].