βλάστησις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βλάστησῐς αἱ βλαστήσεις
      γενική τῆς βλαστήσεως τῶν βλαστήσεων
      δοτική τῇ βλαστήσει ταῖς βλαστήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν βλάστησῐν τὰς βλαστήσεις
     κλητική ! βλάστησῐ βλαστήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βλαστήσει
γεν-δοτ τοῖν  βλαστησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλάστησις ήδη τον 4ο αιώνα πκε[1] < βλαστάνω, βλαστη- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: βλάστηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βλάστησις, -εως θηλυκό

  • η βλάστηση
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 6, 9 @scaife.perseus
    Πτερορρυεῖ δὲ ἅμα τοῖς πρώτοις τῶν δένδρων καὶ ἄρχεται αὖθις ἀπολαμβάνειν τὴν πτέρωσιν ἅμα τῇ τούτων βλαστήσει.
    λείπει η μετάφραση
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν αἰτιῶν, 1.12.6, @scaife.perseus
    ἡ δ ὑπὸ τοῦ ψύχους κώλυσις τῆς βλαστήσεως ἀληθὴς μὲν οὐκ ἔτι δὲ ποιεῖ μερισμὸν φυσικόν.
    ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Enquiry into Plants, 6.5.4, @scaife.perseus
    ἄρχεται δὲ τῆς βλαστήσεως θέρους τελειοῦται δὲ μετοπώρου.

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. βλάστηση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.