Μετάβαση στο περιεχόμενο

βλάψω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

βλάψω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βλάπτω
  2. θα βλάψω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βλάπτω