βλέψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βλέψη | οι | βλέψεις |
γενική | της | βλέψης* | των | βλέψεων |
αιτιατική | τη | βλέψη | τις | βλέψεις |
κλητική | βλέψη | βλέψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βλέψεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλέψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλέψις (κοίταγμα, εξέταση) & σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Absichten (στον πληθυντικό) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvle.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλέ‐ψη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλέψη θηλυκό συνήθως στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλέψη
|
[επεξεργασία]
- ↑ βλέψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'λύση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)