βλαισοποδία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλαισοποδία θηλυκό
- η δυσμορφία των ποδιών, κατά την οποία τα γόνατα είναι στραμμένα προς τα μέσα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλαισοποδία
|