βλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | βλαξ | οι | βλάκες |
γενική | του/της | βλακός | των | βλακών |
αιτιατική | τον/τη | βλάκα | τους/τις | βλάκες |
κλητική | βλαξ | βλάκες | ||
Τύποι από την κλίση του αρχαίου βλάξ. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλαξ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλάξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mlakos
Επίθετο
[επεξεργασία]βλαξ αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο ή ειρωνικό) άλλη μορφή του βλάκας
- ⮡ Πρόκειται περί βλακός. Δεν θα πιστέψεις τι βλαξ είναι αυτός ο άνθρωπος, για τι βλάκα μιλάμε!
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρχαιόκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ειρωνικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)