βλαστίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαστίζω < βλαστός + -ίζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vlaˈsti.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

βλαστίζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]