βλαστικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βλαστικότης αἱ βλαστικότητες
      γενική τῆς βλαστικότητος τῶν βλαστικοτήτων
      δοτική τῇ βλαστικότητι ταῖς βλαστικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν βλαστικότητα τὰς βλαστικότητᾰς
     κλητική ! βλαστικότης βλαστικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαστικότης < ελληνιστική κοινή βλαστικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλαστικότης θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]