βλαστομυκητίαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλαστομυκητίαση οι βλαστομυκητιάσεις
      γενική της βλαστομυκητίασης* των βλαστομυκητιάσεων
    αιτιατική τη βλαστομυκητίαση τις βλαστομυκητιάσεις
     κλητική βλαστομυκητίαση βλαστομυκητιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βλαστομυκητιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαστομυκητίαση < βλαστομύκητας + -ίαση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική blastomycosis)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλαστομυκητίαση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]