βλαστός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλαστός οι βλαστοί
      γενική του βλαστού των βλαστών
    αιτιατική τον βλαστό τους βλαστούς
     κλητική βλαστέ βλαστοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βλαστός < βλαστάνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλαστός αρσενικό

  1. (βοτανική) μέρος φυτού που στηρίζει τα φύλλα και τα άνθη και μεταφέρει νερό από τις ρίζες στα φύλλα
  2. (μεταφορικά) το βλαστάρι μιας μάνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

με το -βλάστη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]