βλαχικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαχικός η βλαχική το βλαχικό
      γενική του βλαχικού της βλαχικής του βλαχικού
    αιτιατική τον βλαχικό τη βλαχική το βλαχικό
     κλητική βλαχικέ βλαχική βλαχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαχικοί οι βλαχικές τα βλαχικά
      γενική των βλαχικών των βλαχικών των βλαχικών
    αιτιατική τους βλαχικούς τις βλαχικές τα βλαχικά
     κλητική βλαχικοί βλαχικές βλαχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαχικός < βλάχος + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vla.çiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλα‐χι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

βλαχικός -ή -ό

  • άλλη μορφή του βλάχικος
    ※  Το βλαχικό ιδίωμα του Συρράκου ακούγεται πάλι σε μερικά από τα τραγούδια του πανηγυριού, χαρίζοντας την ευκαιρία στις νεότερες γενιές να εξοικειωθούν με μια γλώσσα που μιλιέται όλο και λιγότερο
    άρθρο «Παγκόσμια Αναγνώριση Για Δύο Πανηγύρια Ορεινών Χωριών. Προσφυγή Στην Unesco» @edwzeis , πρόσβαση:2022.01.17.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]