βλαχομπαρόκ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλαχομπαρόκ < βλαχο- + μπαρόκ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλαχομπαρόκ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]