Μετάβαση στο περιεχόμενο

βλεννογόνος

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλεννογόνος η βλεννογόνος
& βλεννογόνα
το βλεννογόνο
      γενική του βλεννογόνου της βλεννογόνου
& βλεννογόνας
του βλεννογόνου
    αιτιατική τον βλεννογόνο τη βλεννογόνο
& βλεννογόνα
το βλεννογόνο
     κλητική βλεννογόνε βλεννογόνε
& βλεννογόνα
βλεννογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλεννογόνοι οι βλεννογόνοι
& βλεννογόνες
τα βλεννογόνα
      γενική των βλεννογόνων των βλεννογόνων των βλεννογόνων
    αιτιατική τους βλεννογόνους τις βλεννογόνους
& βλεννογόνες
τα βλεννογόνα
     κλητική βλεννογόνοι βλεννογόνοι
& βλεννογόνες
βλεννογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βλεννογόνος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική blennogène < αρχαία ελληνική βλέννα + -γόνος < γίγνομαι

Επίθετο

[επεξεργασία]

βλεννογόνος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βλεννογόνος οι βλεννογόνοι
      γενική του βλεννογόνου των βλεννογόνων
    αιτιατική τον βλεννογόνο τους βλεννογόνους
     κλητική βλεννογόνε βλεννογόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βλεννογόνος αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]