βλεννολυτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλεννολυτικός η βλεννολυτική το βλεννολυτικό
      γενική του βλεννολυτικού της βλεννολυτικής του βλεννολυτικού
    αιτιατική τον βλεννολυτικό τη βλεννολυτική το βλεννολυτικό
     κλητική βλεννολυτικέ βλεννολυτική βλεννολυτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλεννολυτικοί οι βλεννολυτικές τα βλεννολυτικά
      γενική των βλεννολυτικών των βλεννολυτικών των βλεννολυτικών
    αιτιατική τους βλεννολυτικούς τις βλεννολυτικές τα βλεννολυτικά
     κλητική βλεννολυτικοί βλεννολυτικές βλεννολυτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλεννολυτικός < βλεννόλυση < βλέννα + λύω

Επίθετο[επεξεργασία]

βλεννολυτικός

  1. που προκαλεί λύση της βλέννας, διαλύει τη βλέννα, βοηθά στην απόχρεμψη μειώνοντας το ιξώδες των βρογχικών εκκρίσεων
    βλεννολυτική θεραπεία / βλεννολυτικός παράγοντας
→ δείτε τη λέξη  βλεννολυτικά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]