βλεφαρίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλεφαρίδα < αρχαία ελληνική βλεφαρίς < βλέφαρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλεφαρίδα θηλυκό
- (ανατομία) λεπτή κοντή τρίχα που βγαίνει στις άκρες των βλεφάρων και προστατεύει τα μάτια
- το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στο ένα βλέφαρο (ή ομοίωμά της)