βλεφαρίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλεφαρίδα οι βλεφαρίδες
      γενική της βλεφαρίδας των βλεφαρίδων
    αιτιατική τη βλεφαρίδα τις βλεφαρίδες
     κλητική βλεφαρίδα βλεφαρίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βλεφαρίδες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλεφαρίδα < αρχαία ελληνική βλεφαρίς < βλέφαρον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλεφαρίδα θηλυκό

  1. (ανατομία) λεπτή κοντή τρίχα που βγαίνει στις άκρες των βλεφάρων και προστατεύει τα μάτια
  2. το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στο ένα βλέφαρο (ή ομοίωμά της)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]