βλησίδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βλησίδι τα βλησίδια
      γενική του βλησιδιού των βλησιδιών
    αιτιατική το βλησίδι τα βλησίδια
     κλητική βλησίδι βλησίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βλησίδι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βλησίδι ουδέτερο

  • εύρημα, θησαυρός
    σκάφτει ἕνα λάκκο μὲ τὸ μαχαίρι του κοντὰ στὴ γωνίστρα, ἐκεῖ ποὖχαν εὕρῃ τὸ βλησίδι (Α. Τραυλαντώνης, Το βλησίδι)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]