βλογιοκομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
βλογιοκομμένος
- άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο που παρέμειναν μετά την αποθεραπεία από ευλογιά
- (κατ’ επέκταση) άτομο που έχει σημάδια στο πρόσωπο, σημαδεμένος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλογιοκομμένος
|