βλόψ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βλόψ < (ηχομιμητική λέξη)
Επιφώνημα[επεξεργασία]
βλόψ!
- (αττικός τύπος ) ο ήχος της (δικαστικής) ψήφου, όταν πέφτει στην κάλπη
- (αττικός τύπος ) (κατ’ επέκταση) φτάνει! όλα αποφασίστηκαν, όλα τελείωσαν, αρκετά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- βλόψ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.