βοήθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοήθημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοήθημα ουδέτερο
- χρηματικό ποσό που δίνεται σε κάποιον για να καλύψει ένα μέρος των αναγκών του
- βιβλίο που βοηθάει τους μαθητές στη μελέτη τους