βογκίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βογκίζω < (ελληνιστική κοινή) γογγύζω (αλλά επικράτησε το γκ στο βογκίζω)
Ρήμα[επεξεργασία]
βογκίζω
- βογκώ, βγάζω βαθύ στεναγμό, άναρθρη φωνή, πονάω
- γρινιάζω, διαμαρτύρομαι