βοεβοδάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοεβοδάτο < πρωτοσλαβική *vojevoda + -άτο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοεβοδάτο ουδέτερο
- παλαιότερη διοικητική διαίρεση σε σλαβικές χώρες και στην Ευρωπαϊκή Τουρκία
- παλαιότερη και σύγχρονη διοικητική διαίρεση της Πολωνίας, από το 1990, αντίστοιχη της Ελληνικής διαίρεσης σε Περιφέρειες (επίπεδο 2 στην κωδικοποίηση NUT)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοεβοδάτο