βοθρατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοθρατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) οδηγός, ή βοηθός ειδικού οχήματος εκκένωσης βόθρων, βοθρατζίδικου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοθρατζής
|