βολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολή < βάλλω
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
βολή θηλυκό
- η πραγματική ή εικονική ρίψη ή εκσφενδόνιση βλήματος στον πόλεμο, στο κυνήγι ή στην εξάσκηση σκοποβολής καθώς και κατά την δοκιμαστική χρήση βλητικών μηχανών ή και σε παιχνίδια (π.χ. στον υπολογιστή ή άλλες πλατφόρμες)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
βολή θηλυκό (από την έννοια της τυχερής ζαριάς, της τυχερής βολής των ζαριών)
- η άνεση, η βόλεψη
- οι συνθήκες που επικρατούν και κάνουν εύκολη τη ζωή σε ένα μέρος