βολβίον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βολβίον | τὰ | βολβίᾰ |
γενική | τοῦ | βολβίου | τῶν | βολβίων |
δοτική | τῷ | βολβίῳ | τοῖς | βολβίοις |
αιτιατική | τὸ | βολβίον | τὰ | βολβίᾰ |
κλητική ὦ! | βολβίον | βολβίᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βολβίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βολβίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολβίον βολβ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ίον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βολβίον ουδέτερο
- υποκοριστικό του βολβός (Ἱπποκράτης, Γυναικεῖα (Hp.Mul.2.196.)
Πηγές[επεξεργασία]
- βολβίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τέκνον' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ίον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)