βολεματίας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βολεματίας οι βολεματίες
      γενική του βολεματία των βολεματιών
    αιτιατική τον βολεματία τους βολεματίες
     κλητική βολεματία βολεματίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βολεματίας < βολεύομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βολεματίας αρσενικό

  • λέξη της αργκό για εκείνον που λειτουργεί χωρίς αρχές, με στόχο να εξυπηρετεί τα καθαρά προσωπικά του συμφέροντα και να μην έρχεται ποτέ σε δύσκολη θέση, εκείνος που θέλει να είναι πάντα άνετος ανεξαρτήτως του τι συνεπάγεται αυτό για το κοινωνικό σύνολο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]