βολιβιανός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολιβιανός < Βολιβιανός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vo.li.vi.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐λι‐βι‐α‐νός
Επίθετο[επεξεργασία]
βολιβιανός, -ή, -ό
- ο σχετικός με τη Βολιβία ή τους Βολιβιανούς
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Βολιβία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βολιβιανός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Βολιβία