βολιδοσκοπημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βολιδοσκοπημένος η βολιδοσκοπημένη το βολιδοσκοπημένο
      γενική του βολιδοσκοπημένου της βολιδοσκοπημένης του βολιδοσκοπημένου
    αιτιατική τον βολιδοσκοπημένο τη βολιδοσκοπημένη το βολιδοσκοπημένο
     κλητική βολιδοσκοπημένε βολιδοσκοπημένη βολιδοσκοπημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βολιδοσκοπημένοι οι βολιδοσκοπημένες τα βολιδοσκοπημένα
      γενική των βολιδοσκοπημένων των βολιδοσκοπημένων των βολιδοσκοπημένων
    αιτιατική τους βολιδοσκοπημένους τις βολιδοσκοπημένες τα βολιδοσκοπημένα
     κλητική βολιδοσκοπημένοι βολιδοσκοπημένες βολιδοσκοπημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vo.li.ðo.sko.piˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βο‐λι‐δο‐σκο‐πη‐μέ‐νος

Μετοχή[επεξεργασία]

βολιδοσκοπημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]