βολύμιον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολύμιον < μολύβι με αντιμετάθεση. Δείτε και το ελληνιστικό μολύβιον.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βολύμιον ουδέτερο
- άλλη μορφή του μολύβι