βομβίδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βομβίδα οι βομβίδες
      γενική της βομβίδας των βομβίδων
    αιτιατική τη βομβίδα τις βομβίδες
     κλητική βομβίδα βομβίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βομβίδα < καθαρεύουσα βομβίς, από την αιτιατική: τὴν βομβίδα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βομβίδα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]