βομβίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βομβίδα | οι | βομβίδες |
γενική | της | βομβίδας | των | βομβίδων |
αιτιατική | τη | βομβίδα | τις | βομβίδες |
κλητική | βομβίδα | βομβίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βομβίδα θηλυκό
- μικρή βόμβα